επίδαμος

επίδαμος
επιδάμιος κ.λπ.
βλ. επίδημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπίδαμος — ἐπίδᾱμος , ἐπίδαμος masc/fem nom sg ἐπίδᾱμος , ἐπίδημος at home masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδημος — ἐπίδημος, ον (AM) (Α και ἐπίδαμος, ον) (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. ο επιδήμιος, αυτός που βρίσκεται στην πόλη ή στην πατρίδα του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο 2. εκείνος που διαμένει σε κάποιο τόπο 3. φρ. «έπίδαμος φάτις» η άποψη, η φήμη… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίδαμον — ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος masc/fem acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδαμος neut nom/voc/acc sg ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home masc/fem acc sg (doric) ἐπίδᾱμον , ἐπίδημος at home neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”